Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταψιά, τα καζάνια, τα κουτάλια, τα πιρούνια και πολλά άλλα.
Ο γανωτζής ή γανωτής ή γανωματής κουβαλούσε στην πλάτη του τα απαραίτητα εργαλεία και περπατώντας φώναζε και καλούσε τις νοικοκυρές να του φέρουν τα είδη που χρειάζονταν γάνωμα. Έστηνε την γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού, έλιωνε τον κασσίτερο. Αφού καθάριζε καλά τo σκεύος, άλειφε το εσωτερικό του με σπίρτο και το τρίβε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζε καλά, άπλωνε το λιωμένο καλάι σ' όλη την επιφάνεια του σκεύους μ' ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα. Ζητούσε και από νοικοκυρά του σπιτιού μια λεκάνη με κρύο νερό, στην οποία βουτούσε το σκεύος, που γάνωσε και λαμπύριζε στον ήλιο.
Το επάγγελμα αυτό συνδέεται κυρίως με τους Τσιγγάνους και αποτελεί ένα από τα παραδοσιακά τους επαγγέλματα. Οι γανωτές αναζητούσαν πελάτες στις γειτονιές της πόλης ή του χωριούι.
Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο.
Τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα του γανωτή τείνει να εξαφανιστεί αφού τα μαγειρικά σκεύη είναι πλέον ανοξείδωτα και δεν χρειάζονται επικασσιτέρωση. Σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι τεχνίτες στην επαρχία, που υποαπασχολούνται αφού τα εναπομείναντα χρηστικά χάλκινα σκεύη είναι ελάχιστα και τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούμε πια είναι ανοξείδωτα βιομηχανικά προϊόντα.
Η λέξη γανωτής προέρχεται από το ρήμα γανώνω που στα αρχαία σημαίνει δίνω λάμψη.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Από Αντώνη Ρ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου