Παραμύθια από την ανάποδη



Το λυκάκι σώζει το δάσος



Πριν από πολύ καιρό, στο καταπράσινο δάσος του Αμαζονίου υπήρχε μία σπηλιά. Μέσα σ’ αυτή τη σπηλιά ζούσε ένα μικρό λυκάκι, ο Λάκης, με τη μαμά του. Μέσα στο δάσος ζούσε κι ένα κακό κορίτσι με κόκκινη κουκούλα που το λέγανε Κοκκινοσκουφίτσα.
            Μια μέρα η μαμά λύκαινα λέει στον Λάκη να πάει να πάρει ένα δέμα από τη γιαγιά του. Ο Λάκης καταχάρηκε και πήρε το δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς του.
Περπάτησε αρκετά και ξαφνικά άκουσε έναν περίεργο θόρυβο. Σταμάτησε και κοίταξε γύρω του. Δεν είδε τίποτα. Ο θόρυβος ξανακούστηκε, αλλά αυτήν τη φορά από το νερό. Ξαφνικά πετάχτηκε από μέσα ένα κορίτσι με κόκκινη κουκούλα. Ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα. Το λυκάκι καθώς δεν ήξερε ποια ήταν, τη χαιρέτησε και συνέχισε. Η Κοκκινοσκουφίτσα το σταμάτησε. Το ρώτησε που πήγαινε και το άφησε να περάσει. Το λυκάκι πήγε στη γιαγιά του, πήρε το δέμα και πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Εκεί που προχωρούσε συνάντησε και πάλι την Κοκκινοσκουφίτσα. Εκείνη του είπε ότι για να περάσει, πρέπει να της δώσει το πακέτο που κρατούσε στα χέρια του. Ο Λάκης προσπάθησε να σκεφτεί πώς να την περάσει, έτσι σκέφτηκε να της πει ένα ψέμα ώστε να τον αφήσει να περάσει. Της είπε ότι δεν έχει τίποτα το πακέτο που να την ενδιαφέρει. Η Κοκκινοσκουφίτσα τον ρώτησε τι έχει μέσα το πακέτο. Ο Λάκης δεν ήξερε τι να πει. Σκέφτηκε και της είπε ότι το μόνο που είχε αυτό το πακέτο, ήταν ένα κομμάτι κρέας. Η Κοκκινοσκουφίτσα δεν πίστευε πολύ αυτά που έλεγε. Ο Λάκης προσπαθούσε με κάθε τρόπο να την πείσει ότι το πακέτο δεν έχει κάτι που να την ενδιαφέρει. Στο τέλος άρχισε να τρέχει με όλη του τη δύναμη, αλλά η Κοκκινοσκουφίτσα όλο και τον έφτανε. Ξαφνικά τα ζώα του δάσους, όρμησαν πάνω στην Κοκκινοσκουφίτσα που έπεσε κάτω.
Ο Λάκης πήγε σπίτι, έδωσε στη μαμά του το πακέτο και της τα είπε όλα. Μόλις το άκουσε αυτό η μαμά, πήγε τρέχοντας στην αστυνομία. Η αστυνομία έψαχνε όλη μέρα κι όλη νύχτα και στο τέλος τη βρήκαν. Την πήραν, την έδεσαν και την οδήγησαν στη φυλακή. Από τότε τα πράγματα ηρέμησαν στο δάσος κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Από Αντώνη Ρ.




   
Ο καλός λύκος και η κακιά Κοκκινοσκουφίτσα




 Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας  καλόκαρδος λύκος, που ζούσε με την οικογένειά του. Ήταν όμως κι ένα κακό κορίτσι, η Κοκκινοσκουφίτσα. Ήταν ένα παιδί που τα ήθελε όλα  δικά της. 
   Η  Κοκκινοσκουφίτσα  είχε πάει βόλτα στο δάσος. Ο λύκος ήθελε  να πάει στη γιαγιά του μερικά λουλούδια. Στο μαγικό δάσος που ζούσαν είχε περίεργα λουλούδια και φυτά, αλλά δεν υπήρχε ούτε ένα δηλητηριώδες  φυτό. Στο μόνο σημείο που είχε δηλητηριώδη φυτά ήταν το σκοτεινό  δάσος. Η Κοκκινοσκουφίτσα τότε είδε το λύκο.

    Τότε ρώτησε το λύκο που πάει κι εκείνος της είπε ότι πάει στη γιαγιά του. Όταν το είπε αυτό, τον ρώτησε πού μένει εκείνος και πού η γιαγιά του. Όταν της απάντησε η Κοκκινοσκουφίτσα του είπε ότι θα βοηθούσε, δηλαδή ότι θα τον πήγαινε κάπου που  φυτρώνουν τα πιο περίεργα λουλούδια. Αλλά επειδή ήταν πονηρή, τον πήγε σε λάθος μέρος. Μετά, ο λύκος βρήκε το δρόμο, όμως η Κοκκινοσκουφίτσα τον παρακολουθούσε.
    Την επόμενη μέρα ο λύκος βγήκε τον πρωινό του περίπατο, όμως η Κοκκινοσκουφίτσα  πέταξε μία πέτρα. Ο λύκος σκουντούφλησε πάνω της  και στραμπούλιξε το πόδι του. Ο μπαμπάς του πετάχτηκε έξω και τον πήγε μέσα.
     Μετά από δυο τρείς μέρες ο λύκος ένιωθε κάπως περίεργα  αλλά δεν ήξερε τι. Αισθανόταν πως κάποιος τον παρακολουθούσε, αλλά δεν το ήξερε. Νόμιζε πως τα αδέρφια του τού  έκαναν κάποια πλάκα.
   Σε λίγες μέρες δεν άντεχε άλλο, ήθελε να μάθει, ήθελε να ξέρει τι γίνεται. Πλέον ήξερε πως τα  αδέρφια του δεν του έκαναν καμία πλάκα. Με αυτά που γινόταν είχε ξεχάσει πως σε δύο βδομάδες είχε τα γενέθλιά του.
   Όταν γιόρτασε τα γενέθλιά του και έκλεισε τα είκοσι χρόνια του, αποφάσισε να φύγει και να πάει να μείνει κάπου μόνος του. Άλλα  η μητέρα του δεν ήθελε, έλεγε πως δεν ήταν έτοιμη να τον αποχωριστεί και τότε ο πατέρας τής έλεγε ότι έχει άλλα δύο παιδία που πρέπει να ασχοληθεί. Τότε απάντησε ότι άμα έφευγε εκείνος, μπορεί να ήθελαν να φύγουν και τα υπόλοιπα παιδιά.

  Μετά ο λύκος μετακόμισε αλλά δεν ήξερε τι θα γίνει. Σε λίγες μέρες ο λύκος  έμαθε την αλήθεια από την Κοκκινοσκουφίτσα. Πήγε και του είπε ότι εκείνη τον παρακολουθούσε και ότι εκείνη πέταξε την πέτρα και χτύπησε. Στο τέλος του είπε ότι ο μόνος λόγος που τα κάνει αυτά είναι γιατί δεν έχει κανέναν φίλο. Του ζήτησε συγγνώμη  και έγιναν κολλητοί φίλοι για πάντα.

Από Άννα Μ.




Ο λύκος και οι κακές Κοκκινοσκουφίτσες



  Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε ένας λύκος σε ένα μικρό σπιτάκι σε μια ζούγκλα. Όμως, ο παππούς του είχε γρίπη κι έπρεπε κάποιος να τον βοηθήσει. Πριν φύγει ο λύκος, του έδωσε η μαμά του ένα πολύχρωμο καλαθάκι με φαγητό και του είπε να προσέχει τις Κοκκινοσκουφίτσες με τα πολύ κοφτερά δόντια που σκοτώνουν όποιον βρουν μπροστά τους.
   Αφού άκουσε τα λόγια της μητέρας του, ξεκίνησε το μεγάλο περίπατο. Έμοιαζε σαν περιπέτεια. Η ζούγκλα ήταν τεράστια, με πυκνά δέντρα, πολλά ζώα και ένα ποτάμι να τρέχει συνέχεια. Επίσης υπήρχαν κάτι υπέροχοι καταρράκτες που συνέχεια έκαναν ήχο. Το μόνο κακό ήταν ότι η ζούγκλα ήταν πολύ σκοτεινή και εκτός από τις Κοκκινοσκουφίτσες υπήρχαν άγρια ζώα όπως τζάγκουαρ, κροκόδειλοι, λιοντάρια, αρκούδες και κάτι μικρά ψάρια στο ποτάμι με κοφτερά δόντια που τα λένε πιράνχας. Όλα αυτά έκαναν το λύκο να φοβάται και να ανησυχεί μήπως δεν φτάσει στον παππού του.
 Καθώς περπατούσε συνάντησε ένα πρόβατο. Το πρόβατο του είπε ότι είδε μια Κοκκινοσκουφίτσα. Τότε ο λύκος τρελάθηκε από το φόβο του. Ήθελε να γυρίσει πίσω στο σπίτι του. Μα δεν μπορούσε, γιατί είχε φτάσει πάνω από τα μισά του δρόμου. Μία  Κοκκινοσκουφίτσα καθόταν πάνω σε ένα δέντρο και περίμενε να έρθει κάποιος για να τον δαγκώσει. Και αυτός που πέρασε ήταν ο λύκος. Τότε η Κοκκινοσκουφίτσα όρμηξε  και τον δάγκωσε στο πόδι του. Όμως ο λύκος δεν πόνεσε καθόλου. Μια γρατζουνιά ήταν. Ευτυχώς όταν όρμηξε η Κοκκινοσκουφίτσα πρόλαβε να ξεφύγει. Τώρα κι αν ήταν τρομαγμένος! Έτρεμε κυριολεκτικά.
     Τελικά συνάντησε έναν καλό κροκόδειλο που του είπε αν θέλει να τον πάρει στην πλάτη του και να πάνε στον παππού από το ποτάμι. Ο λύκος δέχτηκε. Μέσα στο ποτάμι υπήρχαν πολλά καλάμια. Μετά από πολύ ώρα στο ποτάμι εμφανίστηκε μια Κοκκινοσκουφίτσα, πάνω σε μια βάρκα! Όμως ο κροκόδειλος είπε στο λύκο να μην ανησυχεί γιατί οι Κοκκινοσκουφίτσες τρομάζουν όταν βλέπουν κροκόδειλους. Έτσι έφτασαν στο σπίτι του παππού. Ο λύκος για να ευχαριστήσει τον κροκόδειλο του έδωσε ένα σαλάμι που είχε το καλαθάκι.
  Μόλις μπήκε στο σπίτι χάρηκε πολύ που είδε τον παππού του. Έδωσε το καλαθάκι στον παππού, ο οποίος το έφαγε σε ένα δευτερόλεπτο. Και έτσι κατάλαβε ο λύκος ότι αυτός δεν ήταν ο παππούς του αλλά μια Κοκκινοσκουφίτσα που τον είχε φάει. Ο λύκος έτρεξε αμέσως έξω για να ζητήσει βοήθεια. Ευτυχώς εκείνη την ώρα περνούσε ένας αστυνομικός. Έτσι μπήκε μέσα στο σπίτι, έπιασε την Κοκκινοσκουφίτσα, της άνοιξε την κοιλιά και έβγαλε τον παππού. Έγινε κάτι απίστευτο!  Ο παππούς ήταν καλά. Τελικά ο λύκος με τον παππού πήγαν στο σπίτι και είπαν στη μαμά του λύκου όλα αυτά που έγιναν. Ήταν μια φανταστική περιπέτεια!

Από Παναγιώτη Β. 



Μια βόλτα στο δάσος



   Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα σπίτι έξω από το δάσος ζούσε μία οικογένεια λύκων. Οι εχθροί των λύκων ήταν οι Κοκκινοσκουφίτσες, οι οποίες μισούσαν πάρα πολύ τους λύκους όπως κι οι λύκοι αυτές. Το μικρό λυκάκι της οικογένειας, ο Άκης, ήταν ένα πάρα πολύ καλό λυκάκι που όμως φοβόταν τις Κοκκινοσκουφίτσες. 
   Η γιαγιά του λύκου ήταν άρρωστη κι εκείνος έπρεπε να της πάει φαγητό να φάει, γιατί δεν μπορούσε να φτιάξει κάποιο φαγητό αφού ήταν όλη τη μέρα στο κρεβάτι. Η μητέρα του τού είπε να προσέχει τις Κοκκινοσκουφίτσες, γιατί είναι επικίνδυνες όσο δεν μπορεί να φανταστεί. Ο Άκης ήξερε ότι θα έπρεπε να είναι πάρα πολύ προσεκτικός αλλιώς θα κινδύνευε η ζωή του. Επειδή όμως φοβόταν πάρα πολύ, είπε στους φίλους του να πάνε όλοι μαζί. Αυτοί δέχτηκαν. Η μαμά του Άκη του έδωσε τη σακούλα με το φαγητό… 
   Ξεκίνησαν όλοι μαζί με προορισμό τους το σπίτι της γιαγιάς του Άκη. Με το που μπήκαν στο δάσος ήταν λίγο φοβισμένοι αλλά μετά τους συνέφερε το τοπίο. Ήταν πανέμορφα. Μάλιστα σκέφτηκαν να κάτσουν για λίγο να ξεκουραστούν αλλά συνέχισαν. Ο Άκης έκοψε λίγα λουλούδια για τη γιαγιά του και τα έβαλε στην τσάντα του. Οι φίλοι του Άκη είχαν κουραστεί πάρα πολύ και γι’ αυτό έμειναν λίγο πίσω. 
   Και ξαφνικά… βλέπουν να εμφανίζονται από παντού Κοκκινοσκουφίτσες. Τα λυκάκια ήξεραν τι να κάνουν και ειδικά ο Άκης. Ώσπου σκέφτηκαν κάτι: θα έπρεπε να πετάξουν τη σακούλα στο δέντρο και να πολεμήσουν ή να το βάλουν στα πόδια, αλλιώς όλοι ήξεραν ότι κινδύνευε η ζωή τους. Τα λυκάκια είπαν ότι η μάχη αρχίζει. Οι Κοκκινοσκουφίτσες ήταν άπειρες και τα λυκάκια μονάχα τρία. Όταν άρχισε η μάχη τα λυκάκια ήταν πανέτοιμα. Οι Κοκκινοσκουφίτσες έτρεχαν τόσο γρήγορα που δε φάνηκε περίεργο στα λυκάκια το ότι έπεφταν η μία πάνω στην άλλη με το εξής αποτέλεσμα: να σωριάζονται στο χώμα δυο-δυο. Η μάχη τελείωσε μετά από μισή ώρα και τα λυκάκια δεν είχαν πάθει ούτε μια γρατζουνιά. 

   Έτσι συνέχισαν την πορεία τους προς το σπίτι της γιαγιά του Άκη. Όταν έφτασαν εκεί η γιαγιά τους καλωσόρισε και έστρωσε για να κάτσουν να φάνε. Το φαγητό που είχε φτιάξει η μητέρα του Άκη ήταν καταπληκτικό. Μετά το φαγητό η γιαγιά τους είπε ότι ανησύχησε, γιατί άργησαν πολύ. Τα παιδιά της εξήγησαν το λόγο. Πέρασαν πάρα πολύ ωραία και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Από Μιχάλη Κ.






Το διαμάντι




   Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο καλός λύκος,  που είχε φίλο τον Ποντικούλη και μαζί πολεμούσαν τiς κακές Κοκκινοσκουφίτσες για να πάρουν το διαμάντι.  Το διαμάντι είχε δυνάμεις που έπρεπε να τις πάρουν οι καλοί.  Γιατί, αν έπεφταν στα χέρια των κακών, οι κακοί θα ήταν παντοδύναμοι.
   Μια μέρα ο λύκος και ο φίλος του ο Ποντικούλης  πήγαν στο μεγάλο, πυκνό,  απαγορευμένο δάσος ,γιατί από κει  θα πήγαιναν στο βουνό , που στη κορφή του είχε το διαμάντι. To δάσος είχε τις κακές Κοκκινοσκουφίτσες που ήταν πιο δυνατές γιατί είχαν και δράκους μαζί τους . Όταν δύο κοκκινοσκουφίτσες τους είδανε ,πήγαν και κάτσανε κάτω από κάτι θάμνους.  Μετά, όταν είχαν φτάσει στη μέση του βουνού , είδαν: δράκους, Κοκκινοσκουφίτσες,  λασποτέρατα ,  λιμνοτέρατα.  Τότε ο λύκος ούρλιαξε και έτσι κάλεσε λύκους. Έγινε μια μεγάλη μάχη. Καθώς φαινόταν ότι έχαναν οι καλοί ,ο λύκος έριξε με ένα σπαθί κάτι βράχους  και χωρίς να το θέλει έκανε μια κατολίσθηση. Πήρε μετά με το φίλο του  το διαμάντι και  τους  νίκησε όλους.
   Οι λύκοι τον  ευχαρίστησαν και έτσι έγινε ο πιο μεγάλος και ο πιο ξακουστός λύκος βασιλιάς που υπήρξε ποτέ. Έτσι έζησε με το φίλο του σε ένα βασίλειο για πάντα και για πολύ καιρό ήταν ευτυχισμένοι.


Από Κωνσταντίνο Χ.



Ο καλός λύκος και η κακιά Κοκκινοσκουφίτσα




   Το μικρό λυκάκι πρέπει να πάει φαγητό στην άρρωστη γιαγιά του.<< Προσοχή !>>,του λέει η μαμά του <<στο δάσος υπάρχουν κακά κορίτσια, όπως η Κοκκινοσκουφίτσα!>>.
   Το μικρό λυκάκι όπως προχωρούσε μάζευε και λουλούδια για την γιαγιά του. Όμως, όπως τα μάζευε, πετάχτηκε η Κοκκινοσκουφίτσα μεταμφιεσμένη σε γριά  για να τον τρομάξει. Τον χτύπησε σοβαρά στο χέρι. Μετά φώναξε το λυκάκι: <<Αφήστε με κάτω, κακιά κυρία! >>. Τον άφησε κάτω  και το λυκάκι πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Για καλή  του τύχη το βρήκε ο φίλος του το ελάφι και το βοήθησε να πάει στο σπίτι του.
   Η μαμά του τον ρώτησε τι έπαθε κι εκείνος άρχισε να της διηγείται την ιστορία του. Μετά από λίγες μέρες ήρθε το καλοκαίρι και του μικρού λύκου του είχαν περάσει τα τραύματά του και ήθελε να πάει για μπάνιο. Πριν φύγει από το σπίτι πήγε να δει τι κάνει. Εκείνη του είπε ότι είναι μια χαρά, περδίκι. Πήγε για μπάνιο, κολύμπησε και είδε την Κοκκινοσκουφίτσα. Με το που έφυγε, η Κοκκινοσκουφίτσα τον ρώτησε αν ήθελε να γίνουν φίλοι. Εκείνος στην αρχή της είπε όχι αλλά στο τέλος έγιναν πολύ καλοί φίλοι
   Η Κοκκινοσκουφίτσα έγινε καλά και οι φίλες της έγιναν καλές. Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα! 

Από Δώρα Α.



Το κυνήγι της Κοκκινοσκουφίτσας




Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε στη ζούγκλα μια Κοκκινοσκουφίτσα πολύ επικίνδυνη.  Όλοι όσοι την είχαν δει στην κοιλιά της είχαν καταλήξει.  Στη ζούγκλα υπήρχε κι ένας λύκος. Φαινόταν κακός αλλά ήταν τόσο ακίνδυνος και καλός…
Η αρκούδα, η φίλη του λύκου, πήγαινε καθημερινά στο σπίτι του λύκου, όταν την φώναζε.  Μια φορά, ο λύκος πήγε μια βόλτα, για να μαζέψει φαγητό. Η Κοκκινοσκουφίτσα πέρασε απ’ το σπίτι του λύκου και τον είδε να μαζεύει φαγητό. Τότε τον ρώτησε αν θέλει να γίνουνε φίλοι και αυτός συμφώνησε, αλλά ο λύκος την έβλεπε σαν να ήθελε να τον φάει. Όταν ο λύκος ξαναφώναξε τη φίλη του, της είπε ότι είδε την Κοκκινοσκουφίτσα και νόμιζε ότι ήθελε να τον φάει. Ο λύκος φώναξε ξανά τη φίλη του και αυτή του έδωσε βόμβες. Όταν η αρκούδα έφυγε ο λύκος πήγε να κοιμηθεί. Η Κοκκινοσκουφίτσα πέρασε απ’ το σπίτι του λύκου, μπήκε μέσα όταν κοιμόταν και τον έφαγε.
Το άλλο πρωί όταν ο λύκος ξύπνησε, γύρω του ήταν πολύ σκοτεινά. Είπε: «Τελικά με έφαγε». Τότε θυμήθηκε τις βόμβες που του είχε δώσει η αρκούδα. Τις έριξε και η Κοκκινοσκουφίτσα σκοτώθηκε. Είπε: «δεν γινόταν αλλιώς». Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


Από Άγγελο Ρ.




Η κακιά... Κοκκινοσκουφίτσα





      Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ο Παναγιώτης, ένα λυκάκι, με τη γιαγιά του τη Λυκούλα, και τον καλύτερό του φίλο τον Κίκο. Εν τω μεταξύ στο δάσος ζει μια κακιά κοκκινοσκουφίτσα!
    Ένα Σάββατο, όσο έτρωγαν πρωινό όλοι μαζί, ο Παναγιώτης τους είπε πως χόρτασε και επειδή είχε καλό καιρό, θα πάει μια βόλτα. Όταν έφτασε στο κοντινό δάσος, είδε ένα θηλυκό λυκάκι στην ηλικία του. Αμέσως την ερωτεύτηκε. Τον ερωτεύτηκε και αυτή, και γνωρίστηκαν. Την έλεγαν Φαίδρα. Όμως,  τους παρακολουθούσε η κοκκινοσκουφίτσα! Ξαφνικά, πετάχτηκε από ένα θάμνο, και ο Παναγιώτης φώναξε στη Φαίδρα να φύγει. Η κοκκινοσκουφίτσα, άρχισε να κυνηγάει τον Παναγιώτη, και ευτυχώς της ξέφυγε.
      Σε λίγη ώρα, έφτασε στο σπίτι και τα διηγήθηκε όλα στη γιαγιά και  στον Κίκο. Τους είπε και για τη Φαίδρα. Ζήτησε βοήθεια από τη γιαγιά που είχε μαύρη ζώνη στο KARATE. Όμως το απόγευμα είχε κανονίσει ραντεβού με τη Φαίδρα! Όπως καταλαβαίνετε δεν θα μπορούσε να πάει με τη γιαγιά!
    Το απόγευμα, που πήγαινε κουστουμάτος, εμφανίστηκε από ένα θάμνο η Κοκκινοσκουφίτσα! Ο Παναγιώτης άρχισε να τρέχει χωρίς να θυμάται ότι είχε  ραντεβού. Ξαφνικά, η κοκκινοσκουφίτσα σκόνταψε και έπεσε πάνω σε ένα βραχάκι. Άρχισε να φωνάζει άααααααααουουουουουουτσ!!!!!!!!!Και ο Παναγιώτης γύρισε να πίσω να τη βοηθήσει.
     Της είπε πως είχε σπάσει το πόδι της. Ξαφνικά απ' το πουθενά εμφανίστηκε ο Κίκος μαζί με τη Φαίδρα. Ο Παναγιώτης φώναξε με ισπανική προφορά στον Κίκο να τον βοηθήσει, να πάνε την κοκκινοσκουφίτσα σε ένα νοσοκομείο. Εκείνος δέχτηκε. Σε λίγη ώρα ήταν στο νοσοκομείο. Η κοκκινοσκουφίτσα τους ευχαρίστησε θερμά. Ήταν η πρώτη φορά που η κοκκινοσκουφίτσα είχε φερθεί με ευγένεια! Η κοκκινοσκουφίτσα στο τέλος έγινε καλή και ευγενική, ο Παναγιώτης αρραβωνιάστηκε τη Φαίδρα, και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!

Από Στέλιο Δ.







Ο καλός Λύκος




Θα σας πω μία ιστορία που γίνεται σε ένα μαγικό μέρος, στη ''Δεντρούπολη'', όπου υπήρχαν πολλά δέντρα. Η Κοκκινοσκουφίτσα μαζί με την παρέα της είχαν πάει στο δάσος για να πιάσουν μερικά άγρια ζώα, γιατί μισούσε τα άγρια ζώα, ειδικά τους λύκους! Εκεί κοντά μέσα στη φωλιά του ζούσε ένας λύκος, ο Τομ, με τον αδελφό του.

   Ο Τομ κάθε μέρα πήγαινε μία βόλτα στο δάσος, όμως αυτή τη φορά συνάντησε την Κοκκινοσκουφίτσα. Όταν τον είδε, φώναξε τις φίλες της και άρχισαν να τον κυνηγούν. Ο Τομ τρομαγμένος κρύφτηκε στη φωλιά του. Η Κοκκινοσκουφίτσα τον έχασε, αλλά της ήλθε μία ιδέα: Θα έφτιαχνε παγίδες στο δάσος για να πιάσει τον Τομ. Την άλλη μέρα σηκώθηκε πρωί -- πρωί και πήρε τηλέφωνο τις φίλες της. Έτσι όπως πήγε να βγει έξω, ο μπαμπάς της τής είπε πού πας και εκείνη απάντησε ότι πάει να πιάσει ένα λύκο. Εκείνος της είπε πως δεν πρέπει να το κάνει. Δεν τον άκουσε και θυμωμένη βγήκε έξω.

    Ο Κουν, ένας λαγός, κρυφάκουσε τα κορίτσια. Άκουσε πως όταν ο Τομ θα πήγαινε να πιει νερό στη λίμνη θα τον έριχναν μέσα! Ο Κουν έτρεξε για να το πει στον Τομ όμως δεν τον βρήκε, αλλά βρήκε τον αδελφό του και του το είπε. Εκείνος έτρεξε και πρόφτασε τον Τομ. Ο Τομ τρομαγμένος έφυγε αλλά η Λόλα, μια από τις φίλες της Κοκκινοσκουφίτσας, τον ακολούθησε. Τον είδε να κλαίει και να λέει πως δεν θέλει άλλο να τον κυνηγούν οι άνθρωποι. Ο αδελφός του είδε τη Λόλα και άρχισε να τρέχει. Ο Τομ την είδε κι αυτός και έφυγε. Η Λόλα το είπε στη Κοκκινοσκουφίτσα. Τότε σκέφτηκε πως δεν ήταν τόσο καλό να τον κυνηγά.

   Η Κοκκινοσκουφίτσα τον λυπήθηκε και ζήτησε συμβουλές από τον μπαμπά της. Εκείνος της είπε πως δεν πρέπει να κυνηγάει τα ζώα γιατί δεν της έκαναν τίποτα. Η Κοκκινοσκουφίτσα το σκεφτόταν όλο το βράδυ. Το πρωί πήρε τηλέφωνο τις φίλες της για να έλθουν εκεί. Τότε τους είπε αυτά που της είχε πει ο μπαμπάς της. Το σκέφτηκαν και αυτές κι αποφάσισαν να του ζητήσουν συγνώμη.

   Όταν πήγαν, ο Τομ τρόμαξε αλλά μετά τις άκουσε και τις συγχώρεσε. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


Από Δήμητρα Λ.



Η περιπέτεια του λύκου



Μια φορά κι έναν καιρό ένας λύκος ήθελε να πάει στο σπίτι μιας φίλης του. Όμως υπήρχε μια συμμορία από Κοκκινοσκουφίτσες στο δάσος. Ο λύκος δε φοβόταν τις Κοκκινοσκουφίτσες και για αυτό πήγε χωρίς προστασία. 
 Όταν έφυγε από το σπίτι του άκουσε ένα πρόβατο να φωνάζει. Τότε έτρεξε να το βοηθήσει. Όταν έφτασε, είδε μια κοκκινοσκουφίτσα που ήθελε να κλέψει το πρόβατο. Τότε ο λύκος κυνήγησε την Κοκκινοσκουφίτσα αλλά γλίστρησε. Έπειτα οι άλλες τον κυνήγησαν. Δυστυχώς  μία τον τραυμάτισε. 
  Ξαφνικά εμφανίστηκε μία αγέλη από λύκους, με αρχηγό τη φίλη του. Οι μισοί λύκοι βοήθησαν το τραυματισμένο και οι άλλοι  κυνήγησαν  τις Κοκκινοσκουφίτσες. Όμως μία ξέφυγε και πήγε να κλέψει το πρόβατο. Όταν έφτασε, ο βοσκός είχε βγει από το σπίτι του για να τα μετρήσει. Όταν τα μέτρησε κατάλαβε πως ένα του έλλειπε. Για να το βρει ειδοποίησε το φίλο του τον ξυλοκόπο. Ο ξυλοκόπος το είπε στον κυνηγό, και ο κυνηγός στον λύκο.
   Η Κοκκινοσκουφίτσα κρύφτηκε σε μια σπηλιά για να μην τη δουν, αλλά στη σπηλιά ήταν μια αρκούδα! Τότε τράβηξε το πιστόλι και την πυροβόλησε. Η λύκαινα έτρεξε να σώσει το πρόβατο, αλλά όταν έφτασε δεν ήταν εκεί. Ξαφνικά, μία τεράστια πέτρα έφραξε το δρόμο. Καθώς η Κοκκινοσκουφίτσα σκαρφάλωνε το βράχο, ο λύκος την σταμάτησε και ελευθέρωσε το πρόβατο, και το πήγε στο βοσκό.
   Ο βοσκός για να τον ευχαρίστησε και του είπε ότι αν χρειάζεται να μείνει κάπου, να μείνει εκεί. Όταν πήγε σπίτι, είδε πως είχε πλημμυρίσει. Τότε θυμήθηκε το βοσκό που του είχε πει αν θέλει να μείνει εκεί. Όταν έφτασε, πήγε και έμεινε με τη φίλη του. 
Ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Από Γιώργο Σ.






Το λυκάκι γίνεται φίλος με το δεινόσαυρο





        
    Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα λυκάκι. Η γιαγιά λύκαινα ήταν άρρωστη και η μαμά είπε στο λυκάκι να της πάει φαγητό, του είπε όμως να προσέχει διότι υπάρχουν πολλές Κοκκινοσκουφίτσες στο δάσος.
 Όταν περπάταγε το λυκάκι, του επιτέθηκε η Κοκκινοσκουφίτσα για να τον φάει αλλά εκείνη την στιγμή της  επιτέθηκε η  Πρασινοσκουφίτσα .
 Όταν συνήλθε η Κοκκινοσκουφίτσα, πήγε από άλλο δρόμο πιο γρήγορο για να προλάβει το λυκάκι. Δεν  το πρόλαβε και  έτσι έφαγε τη γιαγιά και το λυκάκι έκλαιγε. Μετά ήρθε και άλλη  Κοκκινοσκουφίτσα για να  φάει το λυκάκι, αλλά το λυκάκι κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο
Όμως ένας δεινόσαυρος ήταν από πίσω και έγιναν πολύ καλοί φίλοι και είπε την τραγική ιστορία που η Κοκκινοσκουφίτσα έφαγε την γιαγιά του. Όμως, εκεί που μιλάγανε ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ήταν ένας κυνηγός.
Το λυκάκι κατάλαβε ότι μάλλον έσωσε τη γιαγιά του και πήγε στο σπίτι της τρέχοντας και ρώτησε το κυνηγό τι έγινε. Εκείνος απάντησε ότι άνοιξε τη κοιλιά της Κοκκινοσκουφίτσας για να βγάλει τη γιαγιά του και έτρεξε και η μαμά γιατί ανησύχησε. Της γιαγιάς της πέρασε Κοκκινοσκουφίτσας και την πήρε.
Έτσι λοιπόν, ο κυνηγός, το λυκάκι, η μαμά και η γιαγιά κάθισαν πάνω στο σώμα του δεινόσαυρου και έτρωγαν βατόμουρα και τον τάιζαν κι αυτό. Η αδερφή της Κοκκινοσκουφίτσας ήθελε να πάρει εκδίκηση, που ο κυνηγός άνοιξε την κοιλιά της. Κι εκεί που έτρωγαν και είπε ότι έστειλε άλλες Κοκκινοσκουφίτσες για να καταστρέψουν το σπίτι της μαμάς και το σπίτι της γιαγιάς.


Από Θάνο Λ.






Ο πόλεμος του Λυκοδάσους







Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα δάσος που το έλεγαν Λυκόδασος, γιατί είχε πολλούς λύκους. Ένας λύκος που ήταν καλόκαρδος έκανε μια βόλτα στο δάσος . Το δάσος ήταν επικίνδυνο, γιατί είχε Κοκκινοσκουφίτσες.
O λύκος περπατούσε ήρεμα στο δάσος. Μετά από πέντε λεπτά, η κακιά Κοκκινοσκουφίτσα έβαλε φωτιά στο δάσος. Το δάσος φλεγόταν και τα ζώα έτρεχαν πανικόβλητα στις φωλιές τους για να σωθούν. Σε ένα ζώο τού κάηκε η ουρά του. Ήταν ένα μικρό αλεπουδάκι. Οι Πρασινοσκουφίστες, που είναι προστάτες του δάσους, έσβησαν τη φωτιά και φρόντισαν την ουρά του απελπισμένου ζώου. Το αλεπουδάκι σε 2-3 μέρες ήταν καλά. Ευχαρίστησε τις Πρασινοσκουφίτσες και έφυγε. Ο λύκος μετά από αυτό φοβόταν πάρα πολύ την Κοκκινοσκουφίτσα.
            Η Κοκκινοσκουφίτσα είδε τον λύκο και τις Πρασινοσκουφίτσες και νευρίασε πολύ. Έψαχνε μια ευκαιρία για εκδίκηση . Η ευκαιρία δεν άργησε να έρθει. Μια φορά που ο λύκος ήταν μόνος του στο δάσος, η Κοκκινοσκουφίτσα είπε  στον λύκο ότι αν πήγαινε μαζί της θα του έδινε γλυκά. Επειδή στο λύκο άρεσαν τα γλυκά, πήγε μαζί της. Αυτό ήταν μεγάλο λάθος. Η Κοκκινοσκουφίτσα με μια γρήγορη κίνηση έριξε το λύκο από έναν γκρεμό στη θάλασσα. Το ύψος ήταν περίπου 40 μέτρα. Ο λύκος φοβήθηκε πολύ και φώναζε βοήθεια . Ένας τεράστιος δράκος που πετούσε εκεί κοντά άκουσε τον λύκο που φώναζε βοήθεια.. Ο δράκος ίσα - ίσα έσωσε το λύκο. Ο λύκος γύρισε στο σπίτι του παίζοντας φλογέρα. Η φλογέρα έβγαζε έναν πολύ όμορφο ήχο και όλα τα ζώα τον ακολουθούσαν τραγουδώντας.
            Η Κοκκινοσκουφίτσα κοκκίνισε απ’ τον θυμό της και προκάλεσε πόλεμο. Οι καλοί που πολέμησαν στον πόλεμο ήταν η γιαγιά, ο λύκος, ο θείος, οι μαϊμούδες, ο ξυλοκόπος, οι Πρασινοσκουφίτσες και τα ζώα. Απ’ τους κακούς ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα, τα άγρια δέντρα, οι Κιτρινοσκουφίτσες και η συμμορία των Κοκκινοσκουφίτσων. Η Κοκκινοσκουφίτσα έφαγε τα ζώα. Η γιαγιά, ο λύκος και οι Πρασινοσκουφίτσες ήξεραν kung fu και τους έδειραν όλους. Έτσι οι κακοί έφυγαν απ’ το δάσος και οι καλοί νίκησαν.
            Το δάσος ήταν όμορφο χωρίς τους κακούς. Και τα ζώα ζούσαν ειρηνικά. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


Από Παναγιώτη Κ.

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ωραία τα κείμενα!

Στέλιος Δ. είπε...

Συγχαρητήρια για το κείμενο του Κωνσταντίνου!Ήταν
πολύ ωραίο!!!!!!

Δημοσίευση σχολίου