Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (Άιζεναχ, 21 Μαρτίου 1685 - Λειψία, 28 Ιουλίου 1750) ήταν Γερμανός συνθέτης και οργανίστας της περιόδου Μπαρόκ. Υπήρξε αναμφισβήτητα ο σπουδαιότερος συνθέτης αυτής της περιόδου καθώς και ένας από τους σπουδαιότερους της ιστορίας της δυτικής μουσικής. Τα περισσότερα από 1000 έργα του που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας, ενσωματώνουν σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά του στυλ Μπαρόκ, το οποίο και απογειώνουν στην μέγιστη τελειότητά του. Παρόλο που δεν εισάγει κάποια νέα μουσική μορφή,εμπλουτίζει το γερμανικό μουσικό στυλ της εποχής με μια δυνατή και εντυπωσιακή αντιστικτική τεχνική, ένα φαινομενικά αβίαστο έλεγχο της αρμονικής και μοτιβικής οργάνωσης, και την προσαρμογή ρυθμών και ύφους από άλλες χώρες, ιδιαίτερα από την Ιταλία και τη Γαλλία. Ως χαρακτηριστικά έργα του Μπαχ μπορούν να αναφερθούν τα Κατά Ματθαίον Πάθη, τα «Βραδεμβούργια Κοντσέρτα» οι δύο τόμοι του «Καλώς Συγκερασμένου Πληκτροφόρου» και η «Τέχνη της Φούγκας». Ομάδα εμπειρογνωμόνων κατάφερε να αναδημιουργήσει ψηφιακά το πρόσωπο του Γερμανού συνθέτη . Με βάση αυτό, ο Μπαχ ήταν ένας παχουλούτσικος κύριος με αραιά μαλλιά.
Την πρώτη του μουσική εκπαίδευση έλαβε από τον πατέρα του στο Άιζεναχ και στη συνέχεια από το μεγαλύτερο αδελφό του, Johann Christoph, με τον οποίο έζησε στο Όρντρουφ μετά το θάνατο των γονιών του. Το 1699 ο Μπαχ συνέχισε τις σπουδές του στο Λύνεμπουργκ συμμετέχοντας στη χορωδία της σχολής και τελειοποιώντας παράλληλα τις γνώσεις του στο Εκκλησιαστικό Όργανο. Το 1703, μόλις 18 χρόνων, προσελήφθη ως βιολονίστας στην Αυλή του δούκα της Βαϊμάρης και μερικούς μήνες αργότερα ανέλαβε τη θέση του οργανίστα στην εκκλησία του Αγίου Βονιφάτιου στο Άρνσταντ. Το 1707, ύστερα από διαγωνισμό, πήρε τη θέση του οργανίστα στην Εκκλησία του Αγίου Βλασσίου στο Μυλχάουζεν, μουσικό κέντρο και έδρα διάσημων μουσικών. Μετά από ένα χρόνο εγκαταστάθηκε στη Βαϊμάρη, αναγνωρισμένος για τις καταπληκτικές του εκτελέσεις στο Όργανο.
Το 1718 εγκαθίσταται στην Αυλή του Καίτεν, όπου η αδιαφορία που υπήρχε για τη φωνητική μουσική, ανάγκασε τον Μπαχ να ασχοληθεί με τη σύνθεση ενόργανης μουσικής και την τελειοποίηση ορισμένων οργάνων στον μηχανισμό, το κούρδισμα και την τεχνική εκτέλεσης. Το πρώτο μέρος των συνθέσεων, που αποτέλεσαν το «Καλά συγκερασμένο πληκτροφόρο» (24 πρελούδια και 24 φούγκες), γράφτηκε στο Καίτεν, μαζί με τις Αγγλικές και τις Γαλλικές σουίτες. Η έλλειψη εκκλησιαστικού Οργάνου στην Αυλή του Καίτεν κέντρισε τη φαντασία του Μπαχ και στην περίοδο αυτή ανήκουν οι περίφημες Σονάτες και Παρτίτες για σόλο βιολί, οι Σουίτες για βιολοντσέλο και τα 6 Βρανδεμβούργεια Κοντσέρτα.
Ο Μπαχ εγκατέλειψε το Καίτεν, το 1723, προκειμένου γα διαγωνιστεί στη Λειψία για την κατάληψη της θέσης του κάντορα στην εκεί Εκκλησία του Αγίου Θωμά. Τελικά, κατέλαβε τη θέση αυτή, που επί δυο περίπου αιώνες την κατείχαν διαπρεπείς μουσικοί και η οποία μπορούσε να θεωρηθεί, ακόμα και από κοινωνική άποψη, το αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας ενός μουσικού. Στη Λειψία, εκτός από σύντομες διακοπές, ο Μπαχ έμεινε έως το θάνατο του. Αυτή είναι η πιο κοπιαστική και πιο έντονη περίοδος του συνθέτη, υποχρεωμένου, από τη θέση του, να ασχολείται με πολλά πράγματα (σχολή μουσικής, κοντσέρτα, σύνθεση νέων μουσικών έργων).
Καλεσμένος το 1747 στο Πότσνταμ από τον Φρειδερίκο Β', αυτοσχεδίασε με εξαιρετική επιτυχία πάνω σ' ένα θέμα που του έδωσε ο ίδιος ο Φρειδερίκος, στον οποίο ο Μπαχ αφιέρωσε κατόπιν το έργο του «Μουσική προσφορά».
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, έγραψε το μνημειώδες έργο «Η τέχνη της φούγκας», μια εξαιρετική σύνθεση που έμεινε ατελής εξαιτίας σοβαρής αρρώστιας των ματιών του. Ύστερα από δυο χειρουργικές επεμβάσεις που απέτυχαν, αλλά προκάλεσαν σοβαρές βλάβες σε ολόκληρο τον οργανισμό του, ο Μπαχ πέθανε από αποπληξία. Επέζησαν για πολλά χρόνια, η δεύτερη σύζυγος, 6 γιοι και 4 κόρες από τα 20 παιδιά που είχε φέρει στον κόσμο με τους δυο γάμους του (τη Maria Barbara και τη σοπράνο Anna Magdalena).''''
Η μνήμη του Μπαχ τιμάται από τις Λουθηρανικές εκκλησίες στις 28 Ιουλίου.
Πηγή : Βικιπαίδεια
Πηγή : Βικιπαίδεια
Από Αντώνη Ρ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου